- συνεκμοχλεύω
- συν-εκ-μοχλεύω, mit oder zugleich heraushebeln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
συνεκμοχλεύω — Α προσπαθώ μαζί με άλλους ή συγχρόνως να ανοίγω κάτι με μοχλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκμοχλεύω «μετατοπίζω κάτι με τη βοήθεια μοχλού»] … Dictionary of Greek